εκμεταλλευτικός

εκμεταλλευτικός
-ή, -ό
επίρρ. που ανήκει ή αναφέρεται στην εκμετάλλευση (βλ. λ.), που γίνεται για εκμετάλλευση: Εκμεταλλευτική εταιρεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκμεταλλευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εκμετάλλευση, που γίνεται για εκμετάλλευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”